- φρουριακός
- η , ό[ν]1) крепостной;
φρουριακό πυροβολικό — крепостная артиллерия;
2) состоящий из крепостей;φρουριακό συγκρότημα — комплекс крепостей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρουριακό πυροβολικό — крепостная артиллерия;
φρουριακό συγκρότημα — комплекс крепостей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρουριακός — ή, ό / φρουριακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φρούριο νεοελλ. αυτός που αποτελείται από φρούρια («φρουριακό συγκρότημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρούριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φρουριακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φρούριο, που είναι του φρουρίου: Φρουριακό πυροβολικό. 2. αυτός που αποτελείται από φρούρια: Φρουριακό συγκρότημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
Γουβερνέτο — Μοναστήρι της Κρήτης στο βορειοανατολικό άκρο του ακρωτηρίου Μελέχα του νομού Χανίων. Ο φρουριακός περίβολός του έχει σχήμα παραλληλόγραμμου 40 x 50 μ., με τέσσερις τετράγωνους πύργους στις γωνίες. Στη μέση του περιβόλου βρίσκεται ο ναός με… … Dictionary of Greek